- ακροβολώ
- (Α ἀκροβολῶ, -έω) [ἀκροβόλος]νεοελλ.ρίχνω αραιούς και ακανόνιστους πυροβολισμούς πριν από την έναρξη τής μάχης, βολιδοσκοπώ1. αρχ. ακοντίζω και γενικά ρίχνω από μακριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροβολῶ — ἀκροβολέω throw pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀκροβολέω throw pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβόλος — ἀκροβόλος, ον (Α) ο ακροβολιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκροβολῶ] … Dictionary of Greek
ακρόβολος — ἀκρόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε στην κορυφή από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βόλος < βάλλω. ΠΑΡ. ἀκροβολίζομαι, ἀκροβολῶ αρχ. ἀκροβολία (ΙΙ)] … Dictionary of Greek